- ἀκράσπεδος
- ἀκράσπεδος, ον,A without fringes: metaph., of words, without the article, Plu.2.1010d (cj. Madvig).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακράσπεδος — η ο (Α ἀκράσπεδος, ον) [κράσπεδο] αυτός που δεν έχει κράσπεδο αρχ. (για λέξεις) αυτή που δεν συνοδεύεται από άρθρο … Dictionary of Greek
ἀκρασπέδοις — ἀκράσπεδος without fringes masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)